νήγρετος

νήγρετος
νήγρετος, -ον (Α)
1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε
2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. (μαζί με το ύπνος) θάνατος («εὔδομες εὖ μάλα μακρὸν ἀτέρμονα νήγρετον ὕπνον», Μόσχ.)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) νήγρετον
χωρίς αφύπνιση, αξύπνητα («ἵνα νήγρετον εὔδοι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη-* + -εγρετος (< θ. εγρε- τού ἐγείρω «σηκώνω», πρβλ. αόρ. ἔγρετο), πρβλ. ευ-έγρετος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νήγρετος — unwaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήγρετον — νήγρετος unwaking masc/fem acc sg νήγρετος unwaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”